- δαμώματα
- δᾱμώματα, τά,A = τὰ δημοσίᾳ ᾀδόμενα, Ar.Pax797, from Stes.(Fr. 37): expld. by κοινώματα, δημοσιώματα, Hsch. [full] δαμώμενος· ἀγαλλόμενος, οἱ δὲ παίζων, Id. [full] δαμώσεις· δημόται, ἢ οἱ ἐντελεῖς ([dialect] Lacon.), Id. [full] δαμώσικτον· δεδοκιμασμένον ([dialect] Lacon.), Id. [full] δᾶν, v. δᾶ.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.